Εξαρτήματα-Κυκλοφορητές
Η κατασκευή ενός συστήματος κεντρικής θέρμανσης προϋποθέτει την επιλογή συνδυασμού και τοποθέτηση διάφορων οργάνων, αυτοματισμών κ.λ.π στο χώρο του λεβητοστασίου.
Τα όργανα αυτά υπάρχουν σε διάφορους τύπους και παραλλαγές ανάλογα με τον κατασκευαστή αλλά η επιλογή τους καθορίζεται από τις ιδιαιτερότητες τις οποίες θέλουμε να προσδώσουμε στην εγκατάσταση.
Υδροστάτης κυκλοφορητή
Είναι ένας θερμοστάτης ο οποίος μπορεί να είναι εμβαπτιζόμενος ή επαφής τοποθετημένος στον σωλήνα προσαγωγής και ρυθμίζει την λειτουργία του κυκλοφορητή. Στην περίπτωση αυτή, η στερέωση του γίνεται με την βοήθεια κατάλληλου ελατηρίου. Πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην καλή εφαρμογή του σωλήνα ώστε η θερμοκρασία που αντιλαμβάνεται να είναι η πραγματική.
Λειτουργία
Η λειτουργία του υδροστάτη έχει ως εξής. Επιλέγουμε την επιθυμητή θερμοκρασία στην οποία ο κυκλοφορητής θέλουμε να εκκινήσει( συνήθως γύρω στους 40-45ο C).
Μόλις το νερό επιτύχει αυτή την θερμοκρασία, ο υδροστάτης δίνει εντολή και ξεκινά ο κυκλοφορητής. Όταν η θερμοκρασία του νερού πέσει ( ο καυστήρας είναι σταματημένος) ο θερμοστάτης ανοίγει το ηλεκτρικό κύκλωμα και ο κυκλοφορητής σταματά.
Η ρύθμιση αυτή είναι απαραίτητη, διότι όταν ο καυστήρας σταματήσει να λειτουργεί και το νερό συνεχίσει να κυκλοφορεί στο δίκτυο, σταδιακά η θερμοκρασία του θα πέσει. Το αποτέλεσμα θα είναι ο λέβητας να ψυχθεί καθώς το ψυχρό νερό θα κυκλοφορεί στο εσωτερικό του. Η ψύξη αυτή των τοιχωμάτων του λέβητα είναι καταστροφική διότι σχηματίζονται συμπυκνώματα στο εσωτερικό του και προκαλείται σταδιακή διάβρωση.
Θερμοστάτης καυστήρα
Ο θερμοστάτης του καυστήρα ελέγχει την θερμοκρασία του νερού στο λέβητα και δίνει ανάλογα εντολές λειτουργίας στον καυστήρα. Συνήθως είναι εμβαπτυζόμενου τύπου καθώς το αισθητήριο του τοποθετείται σε κατάλληλη θέση στο σώμα του λέβητα.
Η λειτουργία του είναι ως εξής. Επιλέγουμε την επιθυμητή θερμοκρασία στην οποία θέλουμε να βρίσκεται το νερό που κυκλοφορεί στον λέβητα. Μόλις επιτευχθεί η θερμοκρασία αυτή, ο θερμοστάτης κόβει την λειτουργία του καυστήρα με σκοπό να μην ανέβει περισσότερο η θερμοκρασία. Εάν η θερμοκρασία ανέβει περισσότερο από το επιτρεπτό όριο, θα αναπτυχθούν μεγάλες θερμοκρασίες στο λέβητα και υπάρχει κίνδυνος ατμοποίησης του νερού.
Η θερμοκρασία στην οποία ρυθμίζεται ο θερμοστάτης είναι γύρω στους 75-80ο C.
Βαλβίδα ασφαλείας
Η βαλβίδα ασφαλείας τοποθετείται στο λέβητα σε περίπτωση που η εγκατάσταση διαθέτει κλειστό δοχείο διαστολής. Στο εσωτερικό της υπάρχει ένα ελατήριο το οποίο κρατά κλειστό ένα διάφραγμα. Η τάση του ελατηρίου αντισταθμίζει την πίεση στο δίκτυο ενώ σε περίπτωση ανύψωσης της πίεσης του δικτύου, το ελατήριο υποχωρεί και η πίεση εκτονώνεται.
Σκοπός της είναι να διαφυλάξει το λέβητα από υπερβολική ανύψωση της πίεσης στο εσωτερικό του ενώ η εκλογή του μεγέθους της είναι καθοριστικής σημασίας για την ασφάλεια της εγκατάστασης.
Σε περίπτωση που η βαλβίδα ασφαλείας ανοίξει θα πρέπει να έχει την ικανότητα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να απομακρύνει σημαντική ποσότητα υγρού- ατμού με σκοπό να μειωθεί η πίεση στον λέβητα.
Η πίεση ανοίγματος της βαλβίδας ασφαλείας πρέπει να είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερη από το στατικό ύψος της εγκατάστασης. Προσοχή πρέπει να δοθεί στην θέση εκτόνωσης καθώς τυχόν άνοιγμα της θα απελευθερώσει νερό ή ατμό υψηλής θερμοκρασίας και υπάρχει κίνδυνος τραυματισμού ή ζημιάς σε άλλα μέρη.
Πριν τη βαλβίδα ασφαλείας δεν τοποθετούμε καμιά βάνα.
Σε περίπτωση που η βαλβίδα στάζει, ενώ η θερμοκρασία του νερού είναι στα επιτρεπτά όρια πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια σε έναν από τους κάτωθι λόγους.
- Λάθος επιλογή πίεσης ανοίγματος
- Στο κύκλωμα θέρμανσης έχουν προστεθεί νέα κυκλώματα( σε υψηλότερο όροφο)
- Αδυναμία στεγανοποίησης λόγω εναπόθεσης αλάτων
- Κατεστραμμένο δοχείο διαστολής.
Ο τελευταίος λόγος είναι και ο πιο συνηθισμένος λόγω της κακής ποιότητας του νερού που κυκλοφορεί στο δίκτυο. Ορισμένες φορές για το γρηγορότερο άδειασμα της εγκατάστασης ανοίγουμε την βαλβίδα ασφαλείας με επακόλουθο την εναπόθεση ακαθαρσιών και αλάτων. Συνεπώς είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να αποφεύγεται.
Αυτόματος πλήρωσης
Ο αυτόματος πλήρωσης τροφοδοτεί τον λέβητα με νερό από το δίκτυο ύδρευσης. Διαθέτει ενσωματωμένη αποφρακτική βάνα και βαλβίδα αντεπιστροφής.
Στην είσοδο του αυτόματου επικρατεί η πίεση του δικτύου ενώ στην έξοδο η επιθυμητή την οποία ρυθμίζουμε από κατάλληλο ρυθμιστικό κοχλία που υπάρχει στο επάνω μέρος της.
Για τον υπολογισμό της πίεσης ρύθμισης λαμβάνουμε πάντοτε υπ’ όψιν το ύψος της εγκατάστασης. Η πίεση πλήρωσης πρέπει να είναι κάπως μεγαλύτερη από το στατικό ύψος της εγκατάστασης ( συνήθως ρυθμίζεται τουλάχιστον 0,8bar παραπάνω).
Ο αυτόματος πλήρωσης κατά την λειτουργία της εγκατάστασης δεν πρέπει να είναι ποτέ κλειστός. Ο έλεγχος του αυτόματου πλήρωσης πρέπει να γίνεται συχνά διότι εάν κολλήσει και παραμείνει κλειστός, η ασφάλεια της εγκατάστασης τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Βαλβίδα αντεπιστροφής
Τοποθετείται στον αγωγό τροφοδοσίας του λέβητα νερό από το δίκτυο ύδρευσης και δεν επιτρέπει την επιστροφή του νερού από το λέβητα στο δίκτυο( του πόσιμου νερού).
Ηλεκτρομαγνητική βαλβίδα πετρελαίου
Τοποθετείται μετά την δεξαμενή πετρελαίου στην γραμμή τροφοδοσίας του καυστήρα με πετρέλαιο. Είναι η ηλεκτρομαγνητική βαλβίδα η οποία συνδέεται με τον καυστήρα και ελέγχεται από αυτόν. Στα σύγχρονα μοντέλα καυστήρων τα οποία κυκλοφορούν στην αγορά υπάρχει και ενσωματωμένη στο σώμα της αντλίας.
Εάν για οποιοδήποτε λόγο η λειτουργία του καυστήρα σταματήσει, η ηλεκτρομαγνητική βαλβίδα διακόπτει την ροή του πετρελαίου( από την δεξαμενή) για λόγους ασφαλείας.
Φέρει πηνίο το οποίο όταν διεγείρεται από το ρεύμα η βαλβίδα επιτρέπει την ροή. Η ταχύτητα ανοίγματος και κλεισίματος είναι καθοριστικής σημασίας.
Φίλτρο πετρελαίου
Τοποθετείται στην γραμμή τροφοδοσίας του καυστήρα με πετρέλαιο. Σκοπός του είναι η κατακράτηση ακαθαρσιών που περιέχονται στο καύσιμο. Στο εσωτερικό τους έχουν μεταλλικό φίλτρο το οποίο ανά τακτά χρονικά διαστήματα πρέπει να επιθεωρείται και να καθαρίζεται.
Στο εμπόριο κυκλοφορούν και θερμαινόμενα φίλτρα. Φέρουν κατάλληλη αντίσταση στο εσωτερικό τους με σκοπό την προθέρμανση ή τουλάχιστον το μη πάγωμα του πετρελαίου στην γραμμή τροφοδοσίας.
Η χρήση τους περιορίζεται σε περιοχές που επικρατούν ιδιαίτερα χαμηλές θερμοκρασίες.
Δοχείο διαστολής
Σκοπός των δοχείων διαστολής είναι- όπως φανερώνει η ονομασία τους- η παραλαβή των διαστολών του νερού λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας του. Επίσης, σε περίπτωση που το δίκτυο θέρμανσης για κάποιο λόγο μείνει χωρίς νερό, αναλαμβάνει να συμπληρώσει με το περιεχόμενο του.
Τα δοχεία διαστολής είναι δυο:
- Ανοιχτού τύπου
- Κλειστού τύπου
Τα ανοιχτού τύπου είναι δεξαμενές που βρίσκονται στο υψηλότερο τμήμα της εγκατάστασης και επικοινωνούν με την ατμόσφαιρα. Μέσω σωλήνα κατάλληλης διαμέτρου το δίκτυο καταλήγει σε υψηλότερο σημείο από την ελεύθερη στάθμη του νερού στο δοχείο. Έτσι, σε περίπτωση ανύψωσης της θερμοκρασίας του νερού, ο όγκος του πλεονάζοντος υγρού οδηγείται στο δοχείο. Σωλήνας κατάλληλης διαμέτρου αναχωρεί από την βάση του δοχείου και συνδέεται στην επιστροφή του λέβητα.
Από τον σωλήνα αυτό γίνεται- μέσω φυσικής κυκλοφορίας- η πλήρωση του κυκλώματος με νερό σε περίπτωση έλλειψης.
Μειονέκτημα της εφαρμογής αυτής αποτελεί ο κίνδυνος παγώματος του νερού σε περιπτώσεις χαμηλών θερμοκρασιών και η σχετικά γρήγορη διάβρωση των τοιχωμάτων. Επίσης, υπάρχει ο κίνδυνος εισχώρησης αέρα στο δίκτυο ενώ είναι αντιαισθητική η παρουσία του δοχείου στην ταράτσα του οικοδομήματος.
Στην πλειοψηφία των σύγχρονων κατασκευών έχει επικρατήσει η τοποθέτηση κλειστών δοχείων διαστολής λόγω των πλεονεκτημάτων που παρουσιάζουν.
Τοποθετούνται στο λεβητοστάσιο στο κύκλωμα πλήρωσης του λέβητα με νερό από το δίκτυο. Είναι σχετικά μικρού μεγέθους και έχουν ελάχιστες ανάγκες συντήρησης.
Τα δοχεία αυτά χωρίζονται σε δυο μέρη από μια κατάλληλη μεμβράνη. Στον έναν χώρο βρίσκεται αέριο (άζωτο) κατάλληλης πίεσης ενώ στον άλλο εισέρχεται το νερό το οποίο διαστέλλεται.
Στο επάνω μέρος του δοχείου υπάρχει βαλβίδα από την οποία μπορούμε να αυξήσουμε την πίεση του αερίου που βρίσκεται μέσα στο δοχείο.
Εάν η μεμβράνη που διαχωρίζει τους δυο θαλάμους έχει διαρροή, το δοχείο καθίσταται ανενεργό και θα πρέπει να αλλαχθεί. Αυτό όμως μπορεί εύκολα να ελεγχθεί εφόσον ανοίξουμε στιγμιαία την βαλβίδα του δοχείου. Εάν εκρεύσει νερό, η μεμβράνη έχει καταστραφεί. Ο έλεγχος αυτός δεν πρέπει να γίνεται συνεχώς και αλόγιστα καθώς σταδιακά η πίεση του αερίου θα μειωθεί και το δοχείο θα καταστεί αναποτελεσματικό.
Καθοριστικά στοιχεία για τον υπολογισμό και επιλογή κλειστών δοχείων διαστολής αποτελούν:
- Όγκος νερού
- Θερμοκρασία λειτουργίας
- Στατικό ύψος εγκατάστασης
Φίλτρο νερού
Περιέχει μεταλλική σήτα και κατακρατεί τυχόν ακαθαρσίες. Πρέπει να ελέγχεται τακτικά και ανάλογα με την ποιότητα του νερού. Τοποθετείται πριν τον αυτόματο πλήρωσης και το δοχείο διαστολής.
Θερμοστάτες χώρου
Οι θερμοστάτες τοποθετούνται στο εσωτερικό ενός χώρου του οποίου θέλουμε να ελέγξουμε την θερμοκρασία. Είναι συσκευές απλές στην χρήση και μέσω κατάλληλα περιστρεφόμενου χειριστηρίου επιλέγουμε την επιθυμητή θερμοκρασία χώρου.
Οι θερμοστάτες έχουν την δυνατότητα να επέμβουν στην λειτουργία ηλεκτροβάνας στην περίπτωση που υπάρχει αυτονομία όπως επίσης και στον πίνακα αυτονομίας εάν υπάρχει. Σε περίπτωση εξωτερικής αντιστάθμισης, συνδέονται με τον προγραμματιστή λειτουργίας και ελέγχου.
Τοποθετούνται σε μέρος μακριά από θερμαντικά σώματα και ρεύματα αέρα ώστε να μην επηρεάζεται η μέτρηση τους. Επενεργούν στον καυστήρα και ρυθμίζουν την λειτουργία του.
Ορισμένοι τύποι θερμοστατών έχουνε και την ενσωματωμένη δυνατότητα ρύθμισης της λειτουργίας του boiler.
Λειτουργία
Ο θερμοστάτης με το που θα αντιληφθεί ότι ο χώρος έχει επιτύχει την επιθυμητή θερμοκρασία δίνει εντολή στον καυστήρα να παύσει την λειτουργία. Όταν η θερμοκρασία του χώρου πέσει κάτω από το επιθυμητό επίπεδο, δίνει εντολή και ο καυστήρας εκκινεί.
Σε περιπτώσεις αυτονομίας ο θερμοστάτης μπορεί να συνδεθεί στην ηλεκτροβάνα που ρυθμίζει την θέρμανση του συγκεκριμένου χώρου.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο διαφορικό του θερμοστάτη. Εάν είναι μικρό αυτό θα προκαλεί συχνό ξεκίνημα και σταμάτημα της εγκατάστασης θέρμανσης με συνεπακόλουθο αυξημένη κατανάλωση.
Εάν το διαφορικό είναι μεγάλο, η λειτουργία του θα είναι προβληματική καθώς δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του χώρου. Θα υπάρχουν χρονικά διαστήματα όπου θα επικρατεί ή υψηλή θερμοκρασία ή αίσθημα ψύχους.
Τρίοδες- Τετράοδες βάνες
Οι τρίοδες ή τετράοδες βάνες είναι ρυθμιστικά όργανα τα οποία μας επιτρέπουν να ρυθμίζουμε με ακρίβεια τις εγκαταστάσεις θέρμανσης και να εξασφαλίζουμε σημαντική οικονομία στα καύσιμα.
Κατά την τοποθέτηση τους γεφυρώνουν την προσαγωγή και επιστροφή του λέβητα. Φέρουν κατ’ επιλογή ενσωματωμένο σερβομηχανισμό που συνεργάζεται με κάποιον θερμοστάτη.
Ο θερμοστάτης με το που αντιλαμβάνεται ότι η θερμοκρασία του χώρου ανέρχεται, δίνει εντολή στον σερβομηχανισμό και μέρος από το νερό που κατευθύνεται στην επιστροφή του λέβητα να κατευθύνει πάλι προς τα σώματα χωρίς να περάσει μέσα από τον λέβητα.
Με την τοποθέτηση τετράοδης βάνας έχουμε την δυνατότητα μέρος από το νερό προσαγωγής του λέβητα να κατευθυνθεί στην επιστροφή του. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνουμε ότι η θερμοκρασία στο εσωτερικό ου λέβητα ( στα πρώτα τμήματα) δεν θα πεσει σε χαμηλά επίπεδα και δεν θα έχουμε υγροποίηση στο εσωτερικό του.
Η θερμοκρασία επιστροφής του νερού στον λέβητα δεν πρέπει να είναι χαμηλότερη από 50ο C για να μην υπάρχει συμπύκνωση στο εσωτερικό του.
Αντιστάθμιση
Οι βάνες αυτές χρησιμοποιούνται επίσης σε περιπτώσεις εξωτερικής αντιστάθμισης.
Σε μια τέτοια εφαρμογή , ο θερμοστάτης τοποθετείται στο εξωτερικό του κτηρίου σε προστατευόμενη θέση. Ο θερμοστάτης αυτός αναγνωρίζει τις μεταβολές θερμοκρασίας στο περιβάλλον, οι οποίες μεταβολές θα επηρεάσουν αργότερα το εσωτερικό του κτηρίου λόγω της μόνωσης του.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ο θερμοστάτης δίνει εντολή στον μηχανισμό της τετράοδης ώστε σε περίπτωση για παράδειγμα που η εξωτερική θερμοκρασία ανέβει, μικρότερο μέρος του νερού προσαγωγής του λέβητα να κατευθυνθεί στα σώματα.
Για την επιτυχία του συστήματος, το μέγεθος της βάνας ανάμιξης θα πρέπει να είναι το κατάλληλο.
Ανοδική προστασία
Στα δίκτυα σωληνώσεων κεντρικής θέρμανσης, η χρησιμοποίηση χαλκού διαδίδεται ολοένα και περισσότερο.
Το πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι στην επαφή του χαλκού με άλλο μέταλλο π.χ χάλυβας προκαλείται ηλεκτρόλυση και κατ’ επέκταση διάβρωση. Η ηλεκτρολυτική αυτή ιδιότητα είναι χαρακτηριστική του χαλκού και οφείλεται στο ότι είναι ισχυρά ηλεκτραρνητικός.
Η διάβρωση που προκαλείται είναι καταστρεπτική και πιθανά σημεία εμφάνισης είναι τα θερμαντικά σώματα, τμήματα σωληνώσεων από άλλο υλικό, ο λέβητας ( χαλύβδινος) κ.λ.π.
Το πρόβλημα περιορίζεται με την τοποθέτηση ανοδίων μαγνησίου σε κατάλληλα σημεία. Τα ανόδια είναι βέργες και συνήθως τοποθετούνται στην επιστρ5οφή του λέβητα.
Το μαγνήσιο λόγο της θέσης του στην γαλβανική σειρά των στοιχείων φθείρεται γρηγορότερα από τον χάλυβα κι έτσι προστατεύεται η εγκατάσταση.
Κάθε χρόνο πρέπει να γίνεται έλεγχος τους ενώ η διάρκεια ζωής τους καθορίζεται κυρίως από την ποσότητα χαλκού στο δίκτυο. Για μικρές εγκαταστάσεις συνήθως κυμαίνεται γύρω στα 2-3 χρόνια.
Κυκλοφορητές
Η αρχή λειτουργίας των κυκλοφορητών είναι παρόμοια με των αντλιών, όπως θα αναλυθεί στ6ο κεφάλαιο με τις αντλίες.
Το κέλυφος τους είναι κατασκευασμένο από χυτό χάλυβα ή πλαστικό ενώ σε κατάλληλη θέση φέρουν κιβώτιο όπου γίνεται η ηλεκτρολογική σύνδεση.
Ο κινητήρας τους μπορεί να είναι μονοφασικός στα μικρά μοντέλα ενώ τριφασικός στα μεγαλύτερα.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στους τριφασικούς καθώς εάν πέσει μια φάση κατά την διάρκεια λειτουργίας η μειωμένη απόδοση πιθανόν να μην γίνει αντιληπτή. Ο κυκλοφορητής όμως εάν σταματήσει δεν θα μπορέσει να εκκινήσει με συνεπακόλουθο εάν δεν θα προβλεφθεί θερμικό προστασίας να καταστραφεί ο κινητήρας.
Η φορά περιστροφής στους μονοφασικούς είναι σταθερή ενώ σε τριφασικό μοντέλο εάν η φορά περιστροφής είναι αντίθετη από την ζητούμενη τότε απλώς εναλλάσσουμε δύο πόλους μεταξύ τους.
Διακρίνονται σε υδρολύπαντους που είναι οι κυρίως χρησιμοποιούμενοι και σε ελαιολύπαντους.
Η θέση τοποθέτησης τους, με τον άξονα οριζόντια ή κατακόρυφα, προδιαγράφεται από τον κατασκευαστή( καθώς εξαρτάται από τον τρόπο λίπανσης) και πρέπει να τηρείται πάντοτε. Σε καμιά περίπτωση πάντως το ηλεκτρικό μοτέρ δεν τοποθετείται κάτω από το σώμα της αντλίας.
Στα νέα μοντέλα υπάρχει η δυνατότητα 3 ταχυτήτων ώστε να μπορούμε να μεταβάλουμε το μονομετρικό τους σε συνάρτηση με την παροχή, όπως αναλύθηκε στο τμήμα των αντλιών.
Αυτό είναι ιδιαίτερο χρήσιμο, καθώς μας δίνει την δυνατότητα να βελτιώσουμε την απόδοση μιας εγκατάστασης (πρόχειρη μελέτη και κατασκευή) χωρίς να προβούμε σε αντικατάσταση του κυκλοφορητή. Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις όπου η ταχύτητα κίνησης του νερού στο δίκτυο σωληνώσεων είναι μεγάλη, εμφανίζεται ένας ιδιαίτερα ενοχλητικός θόρυβος. Για να μειώσουμε την ταχύτητα απλώς ‘ κατεβάζουμε’ τον κυκλοφορητή μια "σκάλα".
Σε μεγάλες εγκαταστάσεις όταν ο υψηλότερος όροφος δεν ζεσταίνεται αυτό συνήθως οφείλεται στην ανεπάρκεια του κυκλοφορητή να υπερνικήσει τις απώλειες τριβών του δικτύου στο συγκεκριμένο κύκλωμα με συνέπεια η κυκλοφορία του νερού να είναι περιορισμένη. Ανεβάζοντας τον κυκλοφορητή μια σκάλα, το πρόβλημα συνήθως λύνεται.
Το εύρος λειτουργίας των κυκλοφορητών κυμαίνεται συνήθως από τους -10ο C ως τους 110οC .
Η σύνδεση τους μπορεί να γίνει είτε με ρακόρ είτε με φλάντζες ανάλογα με το μοντέλο.
Περιοδική εκκίνηση του κυκλοφορητή σε περιόδους παρατεταμένης ακινησίας (καλοκαίρι) θα απέτρεπε την φτερωτή να κολλήσει από τις επικαθίσεις ακαθαρσιών και αλάτων.
Η επιλογή του τύπου του κυκλοφορητή συνιστάται στον υπολογισμό του μανομετρικού ύψους και της παροχής που πρέπει να δώσει.
Στα μονοσωλήνια δίκτυα σωληνώσεων για την ίδια θερμική ισχύ της εγκατάστασης ο κυκλοφορητής πρέπει να είναι μεγαλύτερος. Αυτό συμβαίνει λόγω των αυξημένων απωλειών πίεσης που έχουμε στο κύκλωμα λόγω του σχεδιασμού.
Καταλαβαίνουμε ότι η επιλογή του κυκλοφορητή είναι μια διαδικασία η οποία προϋποθέτει την σωστή και προσεκτική μελέτη υπολογισμού του δικτύου σωληνώσεων.
Δείτε τις προτάσεις μας σε κυκλοφορητές με τις καλύτερες εκπτώσεις